Τοποθέτηση της Χ. Καφαντάρη σε ανοικτή συνέλευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στο Μαρκόπουλο για την ιδιωτικοποίηση του νερού
14/04/2013 Σχολιάστε
Τα πρώτα σύγχρονα έργα για την ύδρευση της Αθήνας, που μέχρι τότε υδρευόταν από το Αδριάνειο υδραγωγείο της αρχαιότητας και πλανόδιους νερουλάδες, άρχισαν το 1925. Για την κατασκευή τους, υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ του ελληνικού δημοσίου, της αμερικάνικης ΟΥΛΕΝ και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση των έργων. Την εποπτεία της κατασκευής των έργων είχε η Ανώνυμη Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ), που δημιουργήθηκε για τον σκοπό αυτό. Πρώτο έργο ήταν το φράγμα του Μαραθώνα (1925-1929). Το 1974 οι αρμοδιότητες ύδρευσης της πρωτεύουσας, που μέχρι τότε είχε η ΟΥΛΕΝ, μεταβιβάστηκαν στην ΕΕΥ, η οποία μαζί με τον ΟΑΠ (Οργανισμός Αποχέτευσης Πρωτευούσης) το 1980 συγχωνεύτηκαν και δημιουργήθηκε η ΕΥΔΑΠ.
Σήμερα, η τρικομματική κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στις μνημονιακές πολιτικές επιλογές της και τις «μνημονιακές υποχρεώσεις» που επιβάλλει η τρόικα και οι συντηρητικές πλειοψηφίες της Ε.Ε., προωθεί πρόγραμμα «αξιοποίησης» -ουσιαστικά «ξεπουλήματος»- της δημόσιας περιουσίας.
Η μεταφορά στο ΤΑΙΠΕΔ των μετοχών και δικαιωμάτων που κατέχει το Δημόσιο σε επιχειρήσεις μόνο καλό για τον τόπο δεν είναι. Στην περιουσία που κατέχει σήμερα το ΤΑΙΠΕΔ, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις και των εταιρειών, περιλαμβάνεται το 74,01% της ΕΥΑΘ και το 61,33% της ΕΥΔΑΠ, ενώ το ποσοστό που τελικά κατέχει το Δημόσιο και στις δύο αυτές εταιρείες είναι πλέον 0%. Έτσι, κύριος του πιο σημαντικού ίσως αγαθού για τη ζωή των πόλεων, του πόσιμου νερού, γίνεται μια εταιρεία που σκοπό έχει την εμπορική αξιοποίηση-ξεπούλημα του πόρου αυτού, θυσία στον βωμό του δημόσιου χρέους και της κερδοσκοπίας.
Η συζήτηση για την εμπορευματοποίηση των νερών έχει γίνει πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η κυρίαρχη πολιτική άποψη ήταν ότι τομείς όπως αυτός, της παροχής νερού θα έπρεπε να παραμείνουν κάτω από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του κράτους, μέσα στο πλαίσιο του κράτους πρόνοιας και του κράτους πάροχου των κοινών αγαθών και της κοινής ωφέλειας. Για πρώτη φορά η «σιδηρά κυρία» του νεοφιλελευθερισμού, η Μ. Θάτσερ, με επιμονή και εμμονή σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές και πολιτικές, εφάρμοσε προγράμματα ιδιωτικοποίησης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στον τομέα του νερού.
Έτσι, για πρώτη φορά εισήχθηκαν έννοιες όπως, η «ανταγωνιστικότητα» και η «αποδοτικότητα» της οικονομικής επιχείρησης, ενώ στο όνομα της ιδιωτικοποίησης άρχισε η εφαρμογή του γνωστού δόγματος «μικρότερο κράτος», «όχι στο κράτος επιχειρηματία», ή «ανεπαρκής κρατική λειτουργία». Στερεότυπες εκφράσεις που αποτελούν και το μοναδικό επιχείρημα υπέρ της ιδιωτικοποίησης. Η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών ιδιωτικοποίησης ουσιαστικά άρχισαν με το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Χιλή, που έφερε τον Πινοτσέτ στην εξουσία.
Πρώτα στη Χιλή και μετά σε χώρες της Λατινικής Αμερικής άρχισε η εφαρμογή ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα του πόσιμου νερού και συνεχίστηκε σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως τη Γαλλία και την Γερμανία. Η διεθνής εμπειρία ιδιωτικοποιήσεων του νερού είναι κακή. Η κοινή γνώμη αντιτάχθηκε από την αρχή στις ιδιωτικοποιήσεις, αφού σε πολλές περιπτώσεις η μεταφορά των κρατικών και δημοτικών δομών παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, σε ιδιώτες, συνοδεύτηκε από αυξήσεις τιμολογίων, υποχώρηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, με ταυτόχρονη αθέτηση των υποχρεώσεων βελτίωσης των υποδομών, διαφθορά των λειτουργών, υποβάθμιση της ποιότητας του παρεχόμενου νερού, ενώ συνδυάστηκε και με αύξηση της φτώχειας, ιδιαίτερα σε χώρες του τρίτου κόσμου.
Από τις αρχές του 1980 μέχρι το 2000, υπήρξε μια τεράστια πίεση από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολυεθνικές εταιρείες να ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές εταιρείες ύδρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν οι 5 μεγάλες πολυεθνικές Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur να κατέχουν το 2001 το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Οι αντιδράσεις όμως των πολιτών, οδήγησε σε επανακρατικοποίηση των δικτύων. Σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν μόνο το 34% της αγοράς ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης. Το 2011 μόνο το 12% της ύδρευσης σε παγκόσμια κλίμακα ανήκε σε ιδιωτικά χέρια. Η ιδιωτικοποίηση έχει πλέον πάρει τη μορφή επενδύσεων σε υψηλή τεχνολογία και την αγορά των δικαιωμάτων του νερού.
Το 2008 στην Γαλλία ο δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει την σύμβαση με τις εταιρείες Veolia και Suez που κατείχαν το δίκτυο από το 1985, αλλά να αναλάβει η δημοτική αρχή το σύστημα ύδρευσης. Το 2010 ιδρύεται η δημοτική εταιρεία Eau de Paris και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
Στην Γερμανία οι υπηρεσίες ύδρευσης ανήκουν στον δημόσιο τομέα παντού εκτός από το Βερολίνο, ενώ η Ολλανδία με νόμο του 2004 κήρυξε παράνομη κάθε συμμετοχή ιδιωτικού οργανισμού σε υπηρεσίες ύδρευσης
Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι το 2009 ενέκρινε νόμο με τον οποίο δρομολογούσε την υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση των οργανισμών ύδρευσης της χώρας. Το ήδη ιδρυθέν Ιταλικό Φόρουμ των Κινημάτων για το Νερό συγκέντρωσε 1.400.000 υπογραφές και «υποχρέωσε» σε διεξαγωγή δημοψηφίσματος, σύμφωνα με το ιταλικό σύνταγμα που προβλέπει τη διενέργεια εθνικού δημοψηφίσματος με αντικείμενο την ακύρωση νομικών διατάξεων (ψήφισε το 57% του εκλογικού σώματος, ποσοστό αρκετά υψηλό για ένα τόσο εξειδικευμένο θέμα).
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού έχουν αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει την πώληση των δικτύων ύδρευσης ως μία από τις προϋποθέσεις των οικονομικών πακέτων διάσωσης σε Ελλάδα και Πορτογαλία. Η ελληνική κυβέρνηση και όσοι την στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες ενέκρινε το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και του δικτύου ύδρευσης.
Στη σημερινή εποχή, πάνω από 884 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές, καθαρό πόσιμο νερό και η έλλειψη αυτή προκαλεί τον θάνατο σε περισσότερα παιδιά του κόσμου, απ’ ό,τι το AIDS, η ελονοσία και η ιλαρά μαζί. Πλέον, είναι διεθνώς παραδεκτό ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της έλλειψης νερού και της φτώχειας. Στην Κίνα, που η κυβέρνηση προωθεί μεγάλες επενδύσεις μέσω ΣΔΙΤ με συμμετοχή πολυεθνικών επιχειρήσεων, δεν διορθώνεται η κατάσταση, αφού σύμφωνα με Κινέζους αξιωματούχους μεγάλα τμήματα πληθυσμού στερούνται το καθαρό πόσιμο νερό. Η κατάσταση επιδεινώνεται παγκόσμια από τη λειψυδρία και την ξηρασία, που πλήττει πολλές περιοχές της Γης, σαν αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, επιπλέον δε επιδεινώνεται και από την αδιαφορία του κεφαλαίου για ουσιαστική προστασία του νερού από τη ρύπανση και την ποιοτική υποβάθμιση.
Επειδή το νερό είναι ουσιαστικό στοιχείο διατήρησης της ζωής, αλλά άνισα κατανεμημένο και τελικά ένας φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια, ο ΟΗΕ με ψήφισμά του, που το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αποδέχθηκε ομόφωνα, κηρύσσει την «πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και ικανοποιητικές συνθήκες υγιεινής» σαν Θεμελιώδες Ανθρώπινο Δικαίωμα.
Η τότε μνημονιακή κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, προφανώς προετοιμάζοντας το κλίμα ιδιωτικοποιήσεων και του νερού, απείχε από τη σχετική ψηφοφορία. Με απόφαση όμως του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ επιβεβαιώθηκε ότι «το δικαίωμα της πρόσβασης στο νερό αποτελεί μέρος του υπάρχοντος διεθνούς νόμου» και ότι «το δικαίωμα σε καθαρό πόσιμο νερό και σε ικανοποιητικές συνθήκες υγιεινής προέρχεται από το δικαίωμα σε ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα της διατήρησης του υψηλότερου επίπεδου φυσικής και πνευματικής υγείας, καθώς και στο δικαίωμα στη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Τελικά, όταν σχεδιάζουμε την ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν σχεδιάζουμε μόνο την εμπορευματοποίηση ενός κοινωνικού αγαθού, αλλά και την ιδιωτικοποίηση της οικολογικής βάσης της ίδιας της ζωής.
Η προσπάθεια για την απρόσκοπτη παροχή πόσιμου νερού σε όλους τους πολίτες συνδυάζεται με την όλη προσπάθεια για επέκταση του δικτύου ακόμα και στις απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Αλήθεια, ποιος ιδιώτης επιχειρηματίας μπορεί να αναλάβει το ρίσκο της ανανέωσης του δικτύου για τη μείωση των διαρροών; Πώς θα θυσιάσει τα κέρδη του για τη διατήρηση κοινωνικών τιμολογίων, χωρίς τον ρυθμιστικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού;
Σημειώνουμε ότι οι διαρροές αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του μη τιμολογούμενου νερού. Σε πολλές πόλεις σημειώνονται μεγάλα ποσοστά απωλειών, που κυμαίνονται στα επίπεδα του 30-80%. Βέβαια, υπάρχουν σύγχρονες τεχνικές ελέγχου διαρροών οι οποίες, αν εφαρμοστούν ορθά, μπορεί να τις περιορίσουν, ώστε να φθάσουν σε χαμηλά ποσοστά της τάξης του 10%.
Ο αγώνας για την αποτροπή της εμπορευματοποίησης του νερού πρέπει να συνδυαστεί με το αγώνα εκείνο που θα αναδείξει το κοινωνικό όφελος του πόσιμου νερού, παράλληλα με τον αγώνα για βελτιωμένες συνθήκες ζωής και αποτροπής δημιουργίας κοινωνικών ανισοτήτων και φτώχειας.
Ο αγώνας για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης – ξεπουλήματος των δύο εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, που εξυπηρετούν πάνω από τον μισό συνολικά πληθυσμό της χώρας, πρέπει να συνδυαστεί με τον αγώνα για:
– Συνειδητοποίηση ότι το πόσιμο νερό είναι κοινωνικό αγαθό, ένας φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια, που πρέπει να είναι αντικείμενο μιας συνολικής ορθολογικής διαχείρισης, όπως επιτάσσει και η σχετική Οδηγία Πλαίσιο της Ε.Ε. (2000/60).
– Με την ουσιαστική προστασία του νερού από την υπερεκμετάλλευση, την υποβάθμιση της ποιότητάς του, τη ρύπανση και την αποτροπή φαινομένων λειψυδρίας, είτε από ανθρωπογενείς παράγοντες (π.χ. αυξημένη ζήτηση) είτε από θέματα κλιματικής αλλαγής όπως μείωση βροχοπτώσεων.
Κλείνοντας οποιαδήποτε συζήτηση γίνεται για παραχώρηση δικτύων ύδρευσης δήμων στην ΕΥΔΑΠ, πρέπει να αντιμετωπίζεται κάτω από την λογική της μη ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ. Ερωτήματα, όμως, μπαίνουν, που πρέπει να απαντηθούν:
- Ποια θα είναι η νέα τιμολόγηση του νερού
- Ποια θα είναι η ποιότητά του,
- Τι θα γίνει με τη συντήρηση των δικτύων;
Σήμερα τα χρέη των Δήμων και του Δημοσίου στην ΕΥΔΑΠ ανέρχονται περίπου στο ποσό των 522εκ. ευρώ. Μια ιδιωτικοποιημένη ΕΥΔΑΠ θα πάρει προίκα και τα ποσά αυτά, πέραν της χαμηλής τιμής που θα την αγοράσει ο ιδιώτης (250 εκ ευρώ ) και μάλιστα μέσα σε τρεις μήνες. (απάντηση της κομισιόν στην σχετική ερώτηση του Ν. Χουντή στην ευρωβουλή) .
Τέλος θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι, η ΕΥΔΑΠ είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση, αφού, το πρώτο εξάμηνο του 2012 –μέσα σε βαθιά οικονομική κρίση- τα ενοποιημένα κέρδη μετά από φόρους ανήλθαν στα 12,5 εκατομμύρια ευρώ.
Χαρά Καφαντάρη