ΛΕΠΕΤΕ Λύση εδώ και τώρα
21/02/2019 Σχολιάστε
ΧΑΡΟΥΛΑ (ΧΑΡΑ) ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ
ΠΡΩΤΟΛΟΓΙΑ
Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Υπουργοί, καλημέρα σας.
Απευθύνομαι στο Υπουργείο Εργασίας και στον παρόντα Υπουργό κ. Πετρόπουλο, για άλλη μια φορά, για ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο έχει δημιουργηθεί με τους συνταξιούχους της Εθνικής Τράπεζας, σχετικά με τη μηδενική επικουρική παροχή από τον λεγόμενο ΛΕΠΕΤΕ, τον λογαριασμό που αφορούσε την επικούρηση στους συνταξιούχους και εργαζόμενους στην Εθνική Τράπεζα.
Η επαναφορά του θέματος γίνεται με βάση την ερώτηση που καταθέσαμε σαράντα Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ από το φθινόπωρο σχετικά με το εν λόγω θέμα. Το έχουμε ξανασυζητήσει το ζήτημα εδώ σε διαδικασία επίκαιρης ερώτησης.
Όμως, κύριε Υπουργέ, το πρόβλημα παραμένει. Οι συνταξιούχοι της Εθνικής Τράπεζας -γύρω στις δεκαεξίμισι χιλιάδες δικαιοπάροχοι- είναι με μηδενική επικουρική παροχή από τον Νοέμβρη του 2017 -τόσους μήνες!- ενώ οι εργαζόμενοι που έχουν μείνει στον εν λόγω λογαριασμό -περίπου τέσσερις χιλιάδες- δεν ξέρουν πού πηγαίνουν οι εισφορές τους.
Βέβαια, όπως είχαμε συνομολογήσει, πρόκειται για μία διμερή σχέση εργαζόμενων-συνταξιούχων και Διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας με βάση τη δημιουργία αυτού του αλληλόχρεου λογαριασμού από το 1949.
Όμως, επειδή το πρόβλημα είναι σοβαρό και γνωρίζω και την ευαισθησία του Υπουργείου -την έχει δείξει, άλλωστε, σε μια σειρά τομείς για τους εργαζόμενους, για τους συνταξιούχους κ.λπ.- πιστεύω ότι και η δική σας πρόθεση είναι να δοθεί κάποια λύση.
Βέβαια, δεν μπορώ να μην επαναλάβω, επειδή μας ακούει κόσμος -μπορεί οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι να το γνωρίζουν- ότι όσον αφορά τον εν λόγω λογαριασμό ΛΕΠΕΤΕ, με βάση τον ν. 3371/2005 οι ασφαλισμένοι ασφαλίζονται απευθείας στο τότε ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ, οπότε αυτός ο λογαριασμός δεν έχει εισφορές, δεν έχει έσοδα και έχει φθάσει στο σημείο στο οποίο είναι σήμερα, να έχει μεταβληθεί σε ένα κλειστό σχήμα.
Γνωρίζω -το επαναλαμβάνω- το ενδιαφέρον και τις προσπάθειες που γίνονται. Γνωρίζω ότι γίνονται επαφές και με την πλευρά της Διοίκησης, αλλά και με τους συνταξιούχους. Είναι γνωστό ότι είναι σε μεγάλη αναστάτωση οι συνταξιούχοι της Εθνικής Τράπεζας. Γνωρίζω ότι, δυστυχώς, κυκλοφορούν απόψεις, φήμες, υπάρχει παραπληροφόρηση.
Συνεπώς, σε όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει να δοθούν κάποιες απαντήσεις.
Θα ρωτούσα, λοιπόν, επειδή το κυρίαρχο και το σημαντικό είναι η Τράπεζα να είναι εντάξει όσον αφορά τις υποχρεώσεις της απέναντι στον εν λόγω λογαριασμό και στους εργαζόμενους και συνταξιούχους, τα εξής: Τι καινούργιο υπάρχει -αν θέλετε- σε σχέση με αυτό; Τι σκέφτεστε να κάνετε; Και τονίζω για άλλη μια φορά, ότι είναι ένα ζήτημα διμερές μεταξύ της εργοδοσίας, της Τράπεζας και των εργαζόμενων και συνταξιούχων από την άλλη μεριά, το οποίο αυτό το διάστημα δεν λύθηκε.
Το πρόβλημα είναι σοβαρό και παραμένει. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται σε τραγική οικονομική κατάσταση, γιατί -σημειώνω- αυτή η επικουρική παροχή μπορεί να ήταν και το 40% περίπου της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής. Οπότε, καταλαβαίνετε ότι ήταν ένας προγραμματισμός ζωής, διότι υπάρχουν υποχρεώσεις, δάνεια, κάρτες, σπουδές παιδιών, στεγαστικά δάνεια και όλα αυτά. Βγαίνει, λοιπόν, ο οικογενειακός προϋπολογισμός έξω κατά πολύ, με δυσμενή συνέπεια για το οικογενειακό εισόδημα και γενικότερα.
Τι σκέφτεστε, λοιπόν, να κάνετε και τι πρωτοβουλίες –πιθανόν- είστε διατεθειμένος να πάρετε, κύριε Υπουργέ;
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης)
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Η σημερινή ερώτηση της κυρίας Καφαντάρη είναι μάλλον η τέταρτη σχετική. Δεν θα επανέλθω σε όσες απαντήσεις έχω ήδη δώσει.
Όμως εκείνο που κυριαρχούσε σε όλες μου τις τοποθετήσεις είναι ο σεβασμός στη συλλογική αυτονομία και στον ρόλο που πρέπει να παίζουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, που πρέπει να διαφωτίζουν, να συνενώνουν τους εργαζόμενους, να κατευθύνουν προς το κοινό καλό τη δυναμική που μπορεί να εκφράσουν. Δεν το είδαμε αυτό.
Έτσι, η Κυβέρνηση, αφού πέρασε τόσος καιρός, πράγματι βρίσκεται σε μία δυσμενή θέση ως προς το ότι δεν έχει εκείνη την υποστήριξη που θα ανέμενε κανείς λογικά να έχει μία κυβέρνηση που θέλει να δώσει λύση στο πρόβλημα. Και επειδή προσφάτως έγινε πολλή κουβέντα, ότι καθιερώσαμε τον κατώτατο μισθό ερήμην της ΓΣΕΕ και των ισχυρών δυνάμεων του συνδικαλιστικού κινήματος, που τάχα θα έκαναν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνουμε εμείς μόνοι μας, ιδού μπροστά η ευθύνη όλων να εκφράσουν, επιτέλους, άποψη και θέση για τη λύση του προβλήματος στον ΛΕΠΕΤΕ.
Η Κυβέρνηση έχει διατυπώσει τη βούλησή της για τη λύση του προβλήματος. Δεν μένουμε πια στο να εκφράσουμε τη βούληση. Δώσαμε αρκετό χρόνο στο να εκφραστούν αυτές οι πρωτοβουλίες. Θεωρώ ότι έχουν ωριμάσει αρκετά τα πράγματα, γιατί έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι και έχει σπάσει πια και το χτένι και ο κόμπος και πρέπει να παρθούν οι πρωτοβουλίες που ήδη, κυρία Καφαντάρη, με πολλούς τρόπους είχα προαναγγείλει, όμως δεν προχωρούσα, αναμένοντας τη στήριξη των εργαζομένων.
Πληροφορήθηκα ότι, περίπου, χίλια εκατό άτομα έχουν συγκεντρώσει υπογραφές κάτω από κείμενο με την απαίτηση να μην παρέμβει ο υποφαινόμενος και με προσωπικές εναντίον μου επιθέσεις να μην τολμήσω να ασχοληθώ με τον ΛΕΠΕΤΕ.
Είναι δεκαεξίμισι χιλιάδες οι συνταξιούχοι. Περιμένω από τους υπόλοιπους δεκαπέντε χιλιάδες να εκφράσουν άποψη. Δεν γίνεται η Κυβέρνηση να θέλει να προχωρήσει, να δώσει λύση και στο τέλος να μας μέμφονται γιατί πάμε να δώσουμε ή γιατί θα δώσουμε τη λύση αυτή.
Περιμένω -το τονίζω επειδή είναι δημόσιο το Βήμα και το πιο επίσημο για τη συζήτηση εξόχως σοβαρών θεμάτων αυτό της Βουλής- από τους υπόλοιπους εργαζόμενους να νοιαστούν και να συγκεντρώσουν σε ένα κείμενο υπογραφές, αν πραγματικά θέλουν να προχωρήσει η Κυβέρνηση στη μόνη λύση που εκείνη μπορεί να δώσει. Και αυτή η λύση είναι να αναλάβει το δημόσιο σύστημα επικουρικής ασφάλισης να καταβάλει στους συνταξιοδοτούμενους από τον ΛΕΠΕΤΕ -δεν καταργούμε τον ΛΕΠΕΤΕ- την παροχή που έχει υποχρέωση η πολιτεία να καταβάλει. Και αυτή είναι η επικουρική σύνταξη που χορηγείται σε κάθε πολίτη στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Οι διαδικασίες που υπάρχουν ενώπιον των δικαστηρίων, δεν καταργούνται. Το τι θα πουν τα δικαστήρια είναι υπόθεση της Δικαιοσύνης. Δεν παρεμβαίνουμε σε αυτό, παρά μόνο στο μέρος που αφορά τη δυνατότητα παρέμβασής μας, παρ’ όλο που οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διαχρονικά εξέφραζαν την άποψη ότι δεν τους αφορά.
Όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, κυρία Καφαντάρη, είχαν μία επιστολή που έστελναν μονότονα για το θέμα: «Δεν είναι θέμα που αφορά την κυβέρνησή μας». Αυτό έλεγαν. Και μιλώ για τις προηγούμενες κυβερνήσεις. «Είναι θέμα το οποίο δεν εποπτεύεται καν από το Υπουργείο Εργασίας. Δεν εποπτεύει καν το ΛΕΠΕΤΕ». Αυτή ήταν η θέση. Και ήταν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που το έλεγαν αυτό.
Επομένως, επειδή ακούω και από την ελάσσονα Αντιπολίτευση, αλλά και από τη Νέα Δημοκρατία, να μας μέμφονται γιατί δίνουμε τη λύση, αυτοί θεωρούσαν ότι ποτέ δεν είχαν την αρμοδιότητα να το κάνουν. Εμείς βάζουμε τα χέρια μες στα κάρβουνα να βγάλουμε τα κάστανα. Θα το κάνουμε. Τις επόμενες μέρες θα γίνει συνάντηση με τους εμπλεκόμενους φορείς. Θα κληθούν να υποστηρίξουν τη μόνη λύση που η Κυβέρνηση μπορεί να δώσει θεσμικά και νομικά. Δεν παρεμβαίνουμε στον ΛΕΠΕΤΕ, δεν καταργούμε τις υπάρχουσες αντιδικίες, ό,τι πουν τα δικαστήρια. Αυτή είναι η δική μας επιλογή και αυτό θα υποστηρίξουμε.
ΧΑΡΟΥΛΑ (ΧΑΡΑ) ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
Θα συμφωνήσω μαζί σας, κύριε Υπουργέ, ότι αυτή η Κυβέρνηση αναλαμβάνει να δώσει λύση σε μία σειρά από ζητήματα σε διάφορους τομείς, που άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν και σε διαφορετική οικονομική κατάσταση της χώρας, δεν τόλμησαν να λύσουν. Και το πρόβλημα το συγκεκριμένο, που συζητάμε σήμερα, δηλαδή ο λογαριασμός επικούρησης, ο ΛΕΠΕΤΕ, ήταν γνωστό ότι κάποια στιγμή θα καταλήξει εδώ που καταλήγει. Θα συμφωνήσω, λοιπόν, σε αυτό.
Οφείλουμε -επιτρέψτε μου- όντως να δώσουμε μία λύση, όπως δίνουμε λύσεις σε μία σειρά από ζητήματα χρονίζοντα. Υπήρχαν οι απόψεις όλο αυτό το χρονικό διάστημα -και το λέω γιατί τυχαίνει να προέρχομαι από τον εν λόγω χώρο, υπήρξα τραπεζοϋπάλληλος επί πολλά χρόνια στην Εθνική συγκεκριμένα- που έλεγαν από την πρώτη στιγμή να παρέμβει η Κυβέρνηση για να λύσει το ζήτημα. Και όσον αφορά αυτό που είπατε ότι, ενώ υπάρχει η βούληση από την πλευρά της Κυβέρνησης να παρέμβει, υπάρχουν κάποιοι που λένε, «Όχι, να μην παρέμβει», αυτό είναι ένα γεγονός.
Είναι, όμως, γεγονός και από την άλλη μεριά, ότι η οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας των συνταξιούχων είναι πάρα πολύ κακή και οι δεκαέξι, δεκαεπτά μήνες -επιτρέψτε μου- δεν είναι λίγοι. Πρέπει πραγματικά να δοθεί μία λύση.
Έγιναν διάφορες κινητοποιήσεις όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Υπάρχουν κάποιοι που φωνάζουν. Υπάρχει, όμως, και η σιωπηλή πλειοψηφία, κύριε Υπουργέ, των συνταξιούχων οι οποίοι θέλουν μία λύση γιατί το πρόβλημα έχει φτάσει πραγματικά σε αδιέξοδο, θα έλεγα, για την οικονομική τους κατάσταση.
Χαίρομαι που ακούω ότι θα πάρετε αυτή την πρωτοβουλία -είναι κάτι που λέγαμε από πάρα πολύ καιρό, τώρα φαίνεται έχει ωριμάσει πλέον- να συναντηθούν τα μέρη -να το πω έτσι- ούτως ώστε να βρεθεί μία λύση.
Αυτό, όμως, το οποίο θέλω να πω, κύριε Υπουργέ, είναι ότι αυτό πρέπει να γίνει σύντομα, γιατί η σιωπηλή πλειοψηφία πραγματικά θέλει λύση. Και υπάρχει και η διαδικασία που αυτή η σιωπηλή πλειοψηφία -να το πω έτσι- προσπαθεί να συντονιστεί και να απαιτήσει, να ζητήσει δημόσια από σας -εννοώ από το Υπουργείο- να δοθεί κάποια λύση, διασφαλίζοντας πρώτα από όλα το κύριο, ότι η τράπεζα οφείλει να πληρώσει, διότι δεν μιλάμε για επιβάρυνση συνολικά του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος με τους δεκαεξίμισι χιλιάδες δικαιοπάροχους του ΛΕΠΕΤΕ. Πρέπει και ο εργοδότης -η Εθνική Τράπεζα στην λόγω περίπτωση- να καταβάλλει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα -να μην πω σε μόνιμη βάση- αυτά τα οποία οφείλει να καταβάλλει.
Από εκεί και πέρα, πιστεύω ότι, αν η πρωτοβουλία παρθεί γρήγορα, το αποτέλεσμα θα είναι θετικό, γιατί από το μηδέν που εισπράττουν οι συνταξιούχοι της Εθνικής εδώ και τόσους μήνες -δεκαεπτά μήνες- η λύση θα είναι μια ανακούφιση. Αυτό ήθελα να πω και επιμένω στο ότι ο εργοδότης οφείλει τέλος πάντων να καταβάλει αυτά τα οποία του αντιστοιχούν στην όποια λύση δοθεί.
Ευχαριστώ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης)
Ευχαριστώ και πάλι, κύριε Πρόεδρε.
Κυρία Καφαντάρη, θέλω πάντα να είμαι σαφής, γιατί άκουσα να λέτε για το τι οφείλει να καταβάλει η Εθνική Τράπεζα.
Η ρύθμιση που θα κάνουμε είναι στα πλαίσια του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ως προς το επικουρικό. Αυτό δεν είναι όλα όσα η Τράπεζα δεσμεύεται από τις δικές της συμφωνίες να καταβάλει και δεν είναι δυνατόν σε ιδιωτική σφαίρα συμφωνιών η Κυβέρνηση να παρέμβει νομοθετικά. Αυτή είναι μια άλλη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δεν θα παρέμβουμε σε αυτό και κυρίως, όταν ήδη έχει αχθεί στα δικαστήρια η σχετική διαφορά.
Επειδή ακούμε ο καθένας να κάνει έναν λογαριασμό ανάλογα με τα μέτρα του -και δεν εννοώ εσάς, αλλά ακούω διάφορους να βγάζουν διάφορα ποσά- είναι σαφές αυτό που λέω, γιατί μετά, αφού θα έχει εξασφαλιστεί αυτή η παροχή, μπορεί πάλι να ακούω διαμαρτυρίες, γιατί είναι τόσα και δεν είναι άλλα.
Δεν ξέρω τι έχει ο καθένας στο μυαλό του. Αυτό που θα υπάρξει είναι ό,τι λέει ο νόμος για το ΕΤΕΑΕΠ με βάση την εισφορά που έχει καταβληθεί και το εισόδημα, τον μισθό που είχε κάθε εργαζόμενος στο παρελθόν. Αυτή είναι η διαδικασία. Αυτό είναι μια παροχή που δεν εκποιεί, δεν καταργεί το δικαίωμα για την παραπάνω παροχή που προκύπτει από το ΕΤΕΑΕΠ, αν πραγματικά τα δικαστήρια αποφανθούν ότι υπάρχει μεγαλύτερη υποχρέωση σε τέτοια παροχή. Διότι τα θέματα κρίνονται κάτω από διαδικασίες που δεν θέλω λεπτομερώς να αναπτύξω, όταν υπάρχει σύγκρουση δικαιωμάτων και συμφερόντων με βάση τους κανόνες που διέπουν τη διαχείριση αυτών των αντιθέτων συμφερόντων.
Γι’ αυτόν τον λόγο, για όλο το προηγούμενο διάστημα απηύθυνα την έκκληση προς την Τράπεζα και το Σωματείο να καθίσουν να συζητήσουν και να βρουν τη λύση. Είχα πει να καθίσουν να ξενυχτίσουν, να μη πιούν νερό, να μη φάνε ψωμί και να βρουν τη λύση.
Από την πρώτη τοποθέτησή μου αυτό είχα πει. Αυτός είναι ο κανονικός χώρος επίλυσης συλλογικών διαφορών στον χώρο της εργασίας.
Η δική μας Κυβέρνηση ποτέ δεν θα παρέμβαινε και δεν θα παρέμβει εκεί και δεν θα το κάνει ούτε τώρα. Δεν αποτελεί παρέμβαση η δική μας πρωτοβουλία στη σφαίρα αυτής της συλλογικής αυτονομίας. Δεν καταργούμε ούτε το δικαίωμα ούτε τη διαφορά. Η διαφορά υπάρχει. Πώς θα επιλυθεί είναι άλλη ιστορία. Θα επιλυθεί στα πλαίσια του συστήματος με το οποίο επιλύονται οι συλλογικές διαφορές εργασίας.
Εμείς θα κάνουμε αυτό που ανήκει στη δική μας σφαίρα ευθύνης, να χορηγούμε την επικουρική σύνταξη, γιατί είναι υποχρεωτική και παραμένει -ευτυχώς- υποχρεωτική η επικουρική ασφάλιση ως δημόσιο σύστημα που παρέχεται σε όλους τους πολίτες και στο επίπεδο αυτό θα δώσουμε αυτή την παροχή, που δεν καταργεί το άλλο δικαίωμα, αν υπάρχει και στον βαθμό που θα κριθεί ότι υπάρχει. Βεβαίως, η ολοκλήρωση αυτής της διαφοράς θα επέλθει, όταν και τα δικαστήρια αποφανθούν, φαντάζομαι, περί της διαφοράς που έχει αχθεί.
Εμείς παίρνουμε πρωτοβουλία και τις προσεχείς μέρες -δεν το μεταθέτουμε στις ελληνικές καλένδες, ελπίζω και μέσα στην επόμενη εβδομάδα- θα συμβεί η συνάντηση αυτή, για να προχωρήσουμε στη συνέχεια σε νομοθέτηση της καταβολής συντάξεων σε αυτούς που συνταξιοδοτούνται από τον ΛΕΠΕΤΕ. Αυτά που λέω είναι πολύ καλά διατυπωμένα και δείχνουν και τη διάσταση της ρύθμισης. Επαναλαμβάνω, από τους συνταξιοδοτούμενους από τον ΛΕΠΕΤΕ, που όμως δεν συνταξιοδοτούνται στην πράξη, αλλά έχουν να λαμβάνουν δικαίωμα από εκεί.
Κατανοητά, ελπίζω και καλώ εκείνους που είναι σιωπηλή πλειοψηφία να γίνουν ηχηρή πλειοψηφία, γιατί εκείνος που μιλάει ακούγεται. Όσοι σιωπαίνουν δεν ακούγονται και αφού σιωπαίνουν, μπορεί να εκληφθεί και η σιωπή ως άρνηση λύσης.
Να στηρίξουν, λοιπόν, τη λύση οι σιωπηλοί που έχουν πρόβλημα και να πουν «έχουμε πρόβλημα, προχώρα στη λύση αυτή που μπορείς να δώσεις, Υπουργέ». Δεν το έχω ακούσει ακόμα. Έχω ακούσει χίλιους που περιφέρουν χίλιους εκατό, που δεν ξέρω πόσοι θα γίνουν, που λένε «κάτω τα χέρια από τον ΛΕΠΕΤΕ». Μόνο, όμως, με αυτόν τον τρόπο μπορώ να το κάνω, βάζοντας τα χέρια πάνω στον ΛΕΠΕΤΕ. Δεν μπορώ και το ένα και το άλλο και στο τέλος όλοι μαζί να βρίζουν. Δεν γίνεται. Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα, τους καίει. Πρέπει με υπευθυνότητα όλοι να σταθούν σε μια λύση που πραγματικά αρμόζει στο θέμα.
Σας ευχαριστώ.